- στεγονόμιον
- τὸ, Αβλ. στεγανόμιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεγανόμιον — και στεγονόμιον, τὸ, ΜΑ [στεγανόμος] 1. ενοίκιο, μίσθωμα οικίας 2. (κατά τον Ευστ.) α) «ὁ τόπος ἐν ᾧ ἑστιῶνται» β) «παρ Ἀττικοῑς μισθὸς τοῡ πανδοχείου» … Dictionary of Greek